-
1 πειθώ
πειθώ, όος, zsgzgn οῠς, ἡ, Peitho, die Göttinn der Ueberredung oder Ueberzeugung, s. nom. propr.; die Gabe der Ueberredung, überzeugende Beredtsamkeit, νῠν γὰρ ἀκμάζει πειϑὼ δολία Aesch. Ch. 715, μελιγλώσσοις πειϑοῠς ἐπαοιδαῖσιν Prom. 172; Soph. El. 552 Tr 658; πειϑὼ εἶχον τήνδε, Eur. I. A. 104; πειϑώ τινα ζητεῖν, Ueberredungskunst, Ar. Nubb. 1380; auch in Prosa: Thuc. 3, 53; εἴ περ τυγχάνει γε οὖσα καὶ σμικρὰ πειϑώ τις περὶ τὰ τοιαῠτα, Plat. Legg. X, 890 d; πειϑ οῠς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική, Gorg. 453 a; πειϑοῖ καὶ βίᾳ einander entgeggstzt Legg. IV, 722 b; Xen. παρά του πειϑοῖ λαβών, Mem. 1, 7, 5; Folgde; πολλοὺς πειϑοῖ ποιήσας ὑπηκόους Pol. 2, 1, 7, wie πολλοὺς πειϑοῖ καὶ λόγῳ προςη-γάγετο 2, 38, 7; Plut. u. a. Sp. Auch Gehorsam, Xen. Cyr. 2, 3, 19 u. A.
-
2 θέλγω
θέλγω, bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔϑελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ ϑυμὸν ἐν στήϑεσσιν ἔϑελξε, λάϑοντο δὲ ϑούριδος ἀλκῆς 15, 321; ϑέλξας ὄσσε φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; ϑέλγε δὲ ϑυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα ϑυμὸν ἔϑελχϑεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα ϑέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ ϑέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα ϑέλγει φρένας P. 1, 12; καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειϑοῦς ἐπαοιδαῖσιν ϑέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' οὔτι ϑέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν μόνος ϑεῶν ϑέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; ϑέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; ϑέλγει ὄμματος ἕδραν ὕπνος Rhes. 554; οὔτε τότε λόγοις ἐϑέλγεϑ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει ϑέλγων πάντων ϑεῶν τε καὶ ἀνϑρώπων νόημα Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, ϑέλγουσά τις πειϑώ S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσϑαι ϑέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14.
-
3 θέλγω
Aθέλγεσκεν Od.3.264
: [tense] fut.θέλξω 16.298
,A.Pr. 865, [dialect] Dor.- ξῶ Theoc.Ep.5.3
: [tense] aor.ἔθελξα Il.
(v. infr.):—[voice] Med., Alc.Supp. 11.7:—[voice] Pass., [tense] fut.θελχθήσομαι Luc.Salt.85
: [tense] aor.ἐθέλχθην Od.10.326
, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.- χθεν 18.212
:—poet. Verb (used by Pl.Smp. 197e, and in late Prose, as Phld.Mus.p.72K., Jul.Or.4.150c, etc.), enchant, be witch, [Ἑρμῆς] ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει Od.5.47
, al.;τὸν.. Ποσειδάων ἐδάμασσε θέλξας ὄσσε φαεινά Il.13.435
; [Κίρκη] οὐδ' ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Od.10.291
, cf. 326 ([voice] Pass.); [Σειρῆνες] πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται 12.40
; [θύελλα] θέλγε νόον spell-bound their senses, Il.12.255.2 cheat, cozen, Od.16.195, 298, S.Tr. 710: c. dat. modi, ; ; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il.21.276, 604;ἔπεσσιν Od.3.264
.3 metaph., charm, beguile, 17.521; οἱ ἐλπὶςἔθελγε νόον h.Cer.37
, cf. Pi.P.1.12, D.Chr.45.5;καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει A.Pr. 174
:σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον Id.Supp. 1055
;θέλγει ἔρως E.Hipp. 1274
(lyr.);ᾠδῆς.., ἣν ᾄδει θέλγων.. νόημα Pl.Smp. 197e
:—[voice] Pass.,μήθ' ὕπνῳ θελχθῇς E.IA 142
(lyr.);τὰ δ' οὔτι θέλγεται A.Ch. 420
(lyr.);ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν Od.18.212
; Μούσαισιν.. τὴν φρένα θελγομένη (which may be [voice] Med.) IG14.1960.4 c. inf., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι will persuade her not to kill, A.Pr. 865;ἔρως δέ νιν.. θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε S.Tr. 355
; ἕπεσθαι θ. Ael. NA10.14.5 produce by spells, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (sc. εὐφροσύναν) Pi.N.4.3; [Γαλήνη] θ. ἀνηνεμίην AP9.544
([place name] Adaeus). (Perh. cf. Lith. žuelgiù 'look', 'glance'.) -
4 ἐπῳδή
A song sung to or over: hence, enchantment, spell,ἐπαοιδῇ δ' αἷμα..ἔσχεθον Od.19.457
, cf. Pi.P.4.217 ;οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι S.Aj. 582
; of the Magi, Hdt.1.132 ; , cf. S.OC 1194 ;ἐπῳδὰς ἐπᾴδειν X.Mem.2.6.10
sq.;ἐπῳδαῖς ἁλίσκεσθαι Anaxandr.33.13
;οὔτε φάρμακα..οὐδ' αὖ ἐπῳδαί Pl.R. 426b
; θυσίαι καὶ ἐ. ib. 364b ;τὰς θυσίας καὶ τελετὰς καὶ τὰς ἐ. Id.Smp. 202e
, etc.: c. gen. obj., charm for or against.., .II apptly., = ἐπῳδός 11, Poet.Oxy.661.21 (pl.).
См. также в других словарях:
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek